ουραιμικός

ουραιμικός
-ή, -ό
ιατρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουραιμία
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από ουραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουραιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Τσικόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ουραιμικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουραιμία. 2. αυτός που πάσχει από ουραιμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”